θανατάς

θανατάς
ο
1. ο θάνατος («να σε φάει ο θανατάς»)
2. φρ. «είναι τού θανατά» — είναι ετοιμοθάνατος, πεθαίνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + κατάλ. -ας* (πρβλ. μυλων-άς, σιδερ-άς, ψωμ-άς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θανατάς — ο θάνατος: Είναι του θανατά (πλησιάζει το τέλος του) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θανατᾷς — θανατάω desire to die pres subj act 2nd sg θανατάω desire to die pres ind act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”